- ὀρείχαλκοι
- ὀρείχαλκοςorichalcummasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AES Sicyomum — ob rationem mox sequentem, melius Demoncsium, quod e Demoneso Insul. prope Chalcedonem, veniat; pro orichalco esse habitum, ex Aristotele paret, qui in Mirabil. Ε῎ςτι δὲ inquit, αὐτίθι χαλκὸς κολυμβητὴς ἐν δυοῖν ὀογυαῖς τῆς θαλάςςης, ὅθεν ὁ ἐν… … Hofmann J. Lexicon universale
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek
γρύπας — Μυθολογικό πλάσμα. Πρόκειται για φανταστικό ζώο με κεφάλι και φτερούγες αετού και σώμα λιονταριού ή όμοιο με αετό. Ο γ. ήταν γνωστός στην αρχαία ελληνική μυθολογία με την ονομασία γρυψ και πρωτοεμφανίστηκε στα αιγυπτιακά μνημεία της 12ης… … Dictionary of Greek
Κανελλής, Μανόλης — (Χανιά 1900 – 1980). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, υπήρξε ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Ατλαντίς, ενώ συνεργάστηκε και με διάφορες … Dictionary of Greek